αδασκάλευτος

αδασκάλευτος
η , ο не подговорённый, не наученный (кем-л.); не получивший указания;

μην αφίνεις αδασκάλευτο το παιδί και τού πάρουν λόγια — научи мальчика, чтобы он не проговорился


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδασκάλευτος" в других словарях:

  • αδασκάλευτος — η, ο [δασκαλεύω] 1. αυτός που δεν έλαβε μόρφωση, ο αδίδακτος 2. που δεν δασκαλεύτηκε, δεν καθοδηγήθηκε προκαταβολικά για να πει ή να κάνει κάτι 3. που δεν έχει κηδεμόνα, ο απροστάτευτος …   Dictionary of Greek

  • αδασκάλευτος — η, ο αυτός που δε δασκαλεύτηκε, δεν καθοδηγήθηκε: Αδασκάλευτη καθώς ήταν, έμεινε αθώα κι απονήρευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατήχητος — η, ο (Α ἀκατήχητος, ον) [κατηχῶ] αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές τής χριστιανικής πίστης νεοελλ. αδασκάλευτος, ακατατόπιστος αρχ. κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος» …   Dictionary of Greek

  • αξεσκόλιστος — η, ο αδασκάλευτος, άμαθος, άβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • αξεσκόλιστος — η, ο επίρρ. α αδασκάλευτος, άπειρος, άμαθος, άβγαλτος: Μην τον παρεξηγείς, είναι ακόμη αξεσκόλιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»